εκπερισπασμός

εκπερισπασμός
ἐκπερισπασμός, ο (Α)
στρατιωτικός ελιγμός τού ιππικού κατά τον οποίο οι στρατιώτες από τη θέση τής αντιμετωπίσεως τού εχθρού απ' όλες τις πλευρές άλλαζαν θέση ώστε να τόν αντιμετωπίσουν προς μία μόνο κατεύθυνση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐκπερισπασμός — a right about face masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπερισπασμῶν — ἐκπερισπασμός a right about face masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπερισπασμόν — ἐκπερισπασμός a right about face masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”